Προσωπικό δόσιμο
Κάθομαι στο
κρεβάτι και ακουμπώ τον δεξιό μου αγκώνα σε ένα ροζ μαξιλάρι. Τις τελευταίες
μέρες κάνει αρκετή ζέστη, οπότε όταν ξυπνώ ανοίγω τα παράθυρα του
διαμερίσματος. Έχει αρκετό ήλιο κι έτσι αυτήν την εβδομάδα βγήκα δυο τρείς
φορές έξω να περπατήσω. Αποφάσισα να μην έχω στο μυαλό μου κάποιο συγκεκριμένο
προορισμό. Βγήκα από την πολυκατοικία, κατευθύνθηκα προς την αγορά του Paul Bert κι έπειτα άρχισα να επιλέγω στενά και να περπατώ
μπροστά από τα σπίτια, να βλέπω τους κατοίκους της πόλης μας να πίνουν τσάι στα
μπαλκονάκια τους και τους φοιτητές να κάνουν ηλιοθεραπεία. Αποφάσισα κάθε φορά
να στρίβω ανάλογα με τα λουλούδια και τα δέντρα που έβλεπα αριστερά και δεξιά
μου. Το παιχνίδι ήταν αρκετά απλό.
Κατευθυνόμουν εκεί όπου είχε και το
περισσότερο πράσινο. Ο ήλιος με συντρόφευε σε κάθε μου κίνηση κι εγώ περπατούσα
στο δρόμο, μετά από τόσες μέρες και ήμουν σίγουρος πως οι άνθρωποι που
περνούσαν από μπροστά μου έβλεπαν στα μάτια μου την έκπληξή μου που μπορώ και
περπατώ στο δρόμο και που ο ήλιος είναι εκεί, να μου θυμίζει κάθε στιγμή πως η
ζωή κρύβει μέσα της τη δική του φώτιση και πως το καλοκαίρι δε θα αργήσει να
έρθει και θα είναι ένα καλοκαίρι όμορφο, ένα καλοκαίρι ήρεμο με γεύση από
αλμύρα της θάλασσας πάνω σε μαυρισμένο σώμα. Ένας Αθηναϊκός ραδιοφωνικός
σταθμός παίζει παλιά τραγούδια κι εγώ κοιτάω κάθε τρεις και λίγο έξω από το
παράθυρο, παρατηρώ την απέναντι οικογένεια, τη μητέρα της οικογένειας που
ετοιμάζει το βραδινό και τον πατέρα που επισκευάζει ένα παλιό κουκλόσπιτο των
παιδιών τους. Μου αρέσει αυτή η ώρα. Νωρίς το απόγευμα. Και μου αρέσει όταν
κάνει ζέστη αυτήν την ώρα. Όταν ήμουν πιο μικρός , τα καλοκαίρια στο νησί
περνούσα από το «στούντιο», το σπίτι του παππού και της γιαγιάς και συζητούσαμε
στο μπαλκόνι, ο παππούς έβγαζε παγωτά ξυλάκια από την κατάψυξη και τρώγαμε με
τη γιαγιά, κοιτάζοντας στο περιβόλι τις ελιές και μυρίζοντας τους λεμονανθούς
που είχαν ανθίσει από την άνοιξη. Το καλοκαίρι που μας πέρασε μου έμαθαν ότι
αυτή η ώρα, εκείνη η ώρα που δεν την κατατάσσει κανείς στο μεσημέρι ή το
απόγευμα είναι από τις ωραιότερες της μέρας. Ιδιαίτερα στα νησιά. Οι ασβέστες στους
τοίχους ζεματάνε κι ο ήλιος αρχίζει να υποχωρεί, μέχρι πια να αποκοιμηθεί το
βραδάκι. Αυτή η ώρα είναι η ώρα του καλοκαιρινού, ελληνικού, νησιώτικου
παραδείσου. Όταν εγώ καλά καλά δεν έχω προλάβει να πάω για μπάνιο και περνώντας
από τα στενάκια του νησιού βλέπω τα παράθυρα των σπιτιών κλειστά και νερά από
λάστιχο να τρέχουν στο δρόμο, μετά από την καθαριότητα των αυλών για το βράδυ
που θα ακολουθήσει. Ε λοιπόν αυτήν την ώρα, όπου είμαι κάτι ανάμεσα σε ξύπνιο
και κοιμισμένο, εγώ την θεωρώ αρκετά ερωτική. Αρκετά ανάλαφρη. Σαν να γίνεται η
παύση της μέρας. Για ένα πρωί που πέρασε και ένα βράδυ που θα ακολουθήσει. Τις τελευταίες
μέρες ανησυχώ αρκετά. Με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας, αισθάνομαι να θέλω να
μπω σε μια ερημική καλύβα και να θέλω να τραβήξω το καλώδιο που λέγεται
τηλεόραση, ειδήσεις, κινητά τηλέφωνα, φέισμπουκ, μηνύματα, να θέλω να τραβήξω
το καλώδιο που κάθε τρεις και λίγο –μπριζάτο- μου λέει: «Σού απάντησε στο
μήνυμα; Μήπως εσύ δεν άκουσες το κινητό να δονείται;». Και τελικά οι άνθρωποι
ξεχάσαμε τις εσωτερικές μας δονήσεις και τις αντικαταστήσαμε με αυτές του κινητού.
Χθες χαζεύοντας διάφορες φωτογραφίες βρήκα ένα οικόπεδο γεμάτο λεβάντες σε ένα
χωριό της γαλλικής επαρχίας. Κι εκεί θυμήθηκα πως μερικές φορές μάς κάνει καλό
να αποσυνδεόμαστε από τους άλλους γύρω μας, τις σκοτούρες, τα προβλήματα τού
καθένα κι απλά να καθόμαστε με τον εαυτό μας, να μην το φοβόμαστε όπως η Κάρυ
στο Sex and the city και να βγαίνουμε μαζί του σε
ένα καφέ – για την ώρα στο μπαλκόνι, αλλά δε βαριέσαι και αυτό έχει τη φάση
του- να ανοίγουμε ένα βιβλίο, να κλείνουμε ένα περιοδικό, να επιτρέπουμε στον
εαυτό μας να παύει να σκέφτεται και να κλείνουμε τα μάτια, να παίρνουμε μια
βαθιά ανάσα και να λέμε την αλήθεια. Ότι μερικά πράγματα δεν μπορούμε να τα
ελέγξουμε μόνοι μας και να δείχνουμε εμπιστοσύνη στο θεό ή αυτό που ονομάζουμε
ενέργεια αγάπης ή του σύμπαντος. Το ραδιοφωνάκι παίζει τώρα το «Μην το ρωτάς
τον ουρανό» και θυμάμαι πως για ένα μεγάλο διάστημα ήταν το αγαπημένο μου
τραγούδι και μου αρέσει να το ακούω, να κλείνω τα μάτια μου και να δίνομαι στο
ρυθμό του, την απαλή φωνή της ερμηνεύτριάς
του και με αυτόν τον τρόπο να δίνομαι σε εμένα τον ίδιο. Ξέρεις μερικές φορές
είναι ωραίο οι άνθρωποι να δινόμαστε, να αφηνόμαστε στον εαυτό μας. Χθες το
πρωί έπινα τον πρωινό μου καφέ με έναν υπέροχο άνθρωπο και του ζήτησα κάποια
στιγμή της συνομιλίας μας να βγει στο μπαλκόνι του και να πάρει μια βαθιά
ανάσα, να ηρεμήσει τους χτύπους τής καρδιάς του. Στη συνέχεια της συζήτησής μας
μού μίλησε για πίστη κι εγώ σήμερα πήρα αυτήν την έννοια της πίστης, άνοιξα τον
Κλήρο του Μεσημεριού του Πωλ Κλωντέλ και άρχισα να διαβάζω για αυτήν την πίστη,
την Πίστη ενός άνδρα με ένα πληγωμένο εγώ από μια γυναίκα που τον εγκατέλειψε
για έναν παλιό της εραστή. Κι αυτός ο άνδρας τώρα να οδεύει στο θάνατο και να
μιλάει στο Θεό, να του λέει πως προσπάθησε να του δοθεί, αλλά πως ο Θεός δεν
τον δέχτηκε και πώς αναγκάστηκε να αφεθεί σε αυτό το «άλλο» ή σε αυτήν την «άλλη»
κι έτσι πρόδωσε τον έρωτά του στον «Πατέρα» του για τον έρωτα αυτής της γυναίκας.
Κι όμως τη στιγμή που μιλούσε στο Θεό, μέσα του αυτός ο άνδρας μιλούσε για να
εμφανιστεί και πάλι αυτή η «άλλη», να του κόψει άλλη μια φορά την επικοινωνία
μαζί του και εκείνος να μπορέσει να τη δει, να της μιλήσει, να αφεθεί στην
αγκαλιά της και να πάρουν το σώμα τού νεκρού τους παιδιού και να φύγουν μαζί,
να φύγουν από την Κίνα και να επιστρέψουν πάλι πίσω στη Γαλλία. Και να
βρίσκομαι το καλοκαίρι με το κείμενό μου μέσα στο νιπτήρα του μπάνιου να
μουσκεύεται και τη δασκάλα μου στο τηλέφωνο να μου εξηγεί , να μου λέει πως δεν
είναι όλοι οι έρωτες «ευγενικοί», αλλά πως υπάρχουν και έρωτες με πολύ εγωισμό,
που κρύβουν μέσα τους θυμό και αγανάκτηση. Κι αυτός ο άνδρας είναι ερωτευμένος
και θυμωμένος με τον ίδιο του το δημιουργό, το ίδιο του το εσωτερικό κομμάτι,
την αιτία της ύπαρξής του, το δικό του Θεό. Και κάθομαι και σκέφτομαι τη ζωή
του, τη ζωή του Κλωντέλ και βλέπω πως οι άνθρωποι μερικές φορές αισθάνονται
μόνοι τους. Κι όταν αισθάνονται μόνοι έχουν την τάση να φεύγουν. Ο Κλωντέλ αισθάνθηκε τόση μοναξιά στη ζωή του
που αποφάσισε να γίνει Πρέσβης και άρχισε να ταξιδεύει στον κόσμο και στο τέλος
της ζωής του, λίγο πριν επιστρέψει στη Γαλλία πήγε στη Βραζιλία και εκεί ένιωσε
και πάλι νέος, ρούφηξε τη ζωηράδα της πόλης όπου έμενε και ξαναγεννήθηκε, ρούφηξε το μυστήριο, τον
κίνδυνο , την απλότητα και τη ζωντάνια της. Και ίσως οι άνθρωποι να μπορούμε να
βρούμε μερικά μικρά κομμάτια ομορφιάς όπου κι αν είμαστε. Κι εγώ τώρα
καθισμένος στο κρεβάτι, με το ανοιχτό – είπαμε απ’ το πρωί- παράθυρο, να μυρίζω
τον κόκκινη σάλτσα που μαγειρεύει ο από κάτω – σίγουρα έχει ΞΑΝΑ σουαρέ με τους
φίλους του, πότε θα φωνάξουμε την αστυνομία δεν ξέρω- σκέφτομαι
πως είναι όμορφο να αισθάνεσαι πως αγαπάς και αγαπιέσαι. Και πως είναι
όμορφο να έχεις κάπου να ακουμπάς τη σκέψη σου. Σε έρωτα, σε νησιά, σε πόλεις…
σε κάθε σημείο του ορίζοντα οι άνθρωποι εξακολουθούν να ονειρεύονται. Και ποτέ
δε θα σταματήσουν. Όσα δεινά κι αν βρουν τον κόσμο μας τα παιδιά θα ξυπνούν και
θα κοιμούνται ονειρεύοντας και οι ερωτευμένοι χορεύοντας. Τι χορό δεν ξέρω. Ας αφεθούμε
όμως στο ρυθμό κι ας ορίσουμε τα βήματα μαζί. Χθες το βράδυ μια φίλη μού έγραψε
ένα μήνυμα μιλώντας μου για ένα ιστολόγιο που μόλις έφτιαξε. Από ότι κατάλαβα
είναι ένας τρόπος να εκφράζεται αυτές τις μέρες. Κι εμένα μου άρεσε πάντα αυτός
ο τρόπος έκφρασης. Γιατί είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορώ να εκφραστώ
και να μη με κρίνω. Και πάντα όποτε αισθάνομαι πιεσμένος κλείνω τα μάτια μου
και φαντάζομαι πως βρίσκομαι στο νησί μου, στον κήπο του σπιτιού μου, βλέπω τη
θάλασσα κι αρχίζω να γράφω, να εκφράζομαι, να γεννώ , να σκοτώνω, να ανακαλύπτω
και να κρύβω κομμάτια μου. Να τα τοποθετώ μπροστά μου σαν κοχύλια που βρήκα το
πρωί στην παραλία, σαν βότσαλα που θα πετάω όταν βραδιάζει στο λιμάνι. Και να
έχω δίπλα μου ανθρώπους που με αγαπούν και αγαπώ, να τους μαγειρεύω, να μιλάμε
για τις ζωές μας , εγώ για τα κείμενα και τον Κλωντέλ κι αυτοί για τα δικά τους,
να γελάμε και να αφηνόμαστε στη ζωή, να την εμπιστευόμαστε και να της δίνουμε
εμείς πρώτοι το χέρι μας, πριν το πάρει εκείνη, να της λέμε: «Οδήγησέ με, σού
εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και με βλέπω στα μάτια σου πιο φωτεινό από ποτέ». Ο
ήλιος άρχισε σιγά-σιγά να δύει. Παίρνω
μια βαθιά ανάσα και επιβεβαιώνοντας στον εαυτό μου πως τελικά μερικά πράγματα
έρχονται από μόνα τους στη ζωή μας χωρίς να τα κυνηγάμε στέκομαι στην κουζίνα
και βλέπω απ’ έξω τον ουρανό, του μιλώ , του μαρτυρώ τα όνειρά μου και του
ψιθυρίζω αφού επιβεβαιωθώ πως δεν μας ακούει κανείς «Μωρέ λες;» Και με αυτό το ερώτημα
αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να γράψει, να δει, να φανταστεί, να πλάσσει, να επινοήσει,
να μυρίσει, να κινήσει, να γελάσει… τις και με τις στιγμές που ονομάζουμε ζωή.
Δημήτριος-Ραφαήλ Γώδης
Δημήτριος-Ραφαήλ Γώδης

"Μωρέ λες ? " Ας το ξαναδιαβάσω..
ΑπάντησηΔιαγραφή