Η Θεραπεία της Παρασκευής (ΜΕΡΟΣ 1 ): «Ας αυτοθαυμαστούμε!»
Η Θεραπεία της Παρασκευής (ΜΕΡΟΣ 1 ): «Ας
αυτοθαυμαστούμε!»
Κι όμως αρκεί μια τυρόπιτα που σιγοψήνεται στο
φούρνο, μία μαρμελάδα φράουλα που μόλις αποθηκεύτηκε στο ψυγείο, ένα κινητό
χωρίς σήμα, ένα ανοιχτό παράθυρο με τον ήλιο να μπαίνει στο διαμέρισμα, ένα
τσαλακωμένο χαρτί με ένα μονόλογο και στάμπες από καφέ, ίσως εκείνου της προηγούμενης εβδομάδας
ή και του σημερινού, μια συνεδρία με τη ψυχολόγο σου , της οποίας η φωνή ακόμα
αντηχεί στα αφτιά σου, για να καταλάβεις πως κανείς δεν θα μπορέσει να σε θαυμάσει,
αν δε θαυμάσεις εσύ τον εαυτό σου: Πρώτος κανόνας ζωής λοιπόν! Βλέποντας
συνεντεύξεις από ηθοποιούς, αρθρογράφους, δημοσιογράφους και τραγουδιστές, οι
οποίοι μαρτυρούν τις «ένοχες» σκέψεις του παρελθόντος τους, όταν έλεγαν πόσο σκληρά
δούλευαν για να καταφέρουν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, αναρωτήθηκα
πότε θα καταφέρω κι εγώ να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου, πλέον με μια τυρόπιτα
που αρχίζει να καίγεται στο φούρνο, το γκάζι των παριζιάνικων σπιτιών να
μυρίζει , τις εισαγωγικές εξετάσεις της δραματικής να έχουν πάει περίπατο στο
φίλο τους τον «Ιούλη», σκηνές έτοιμες να ακυρωθούν, ένα πανεπιστήμιο που ό, τι
θυμάται χαίρεται κι ενώ καλά-καλά οι καθηγητές δεν έχουν στείλει τους βαθμούς
του πρώτου εξαμήνου, να στέλνουν μηνύματα και να μας πληροφορούν για κάτι άθλια
θεατρικά εργαστήρια που πρέπει να δουλεύεις το βράδυ του Σαββατοκύριακου για να
τα πληρώνεις και να πάρεις το δίπλωμα ενός «ερασιτέχνη» ηθοποιού. Κι ενώ λοιπόν
κλείνεις εισιτήρια για τις καλοκαιρινές διακοπές, έτσι ώστε να αισθανθείς
λιγότερο αγχωμένος, αλλά και μάγκας αφού κατάφερες να τα βρεις σε φθηνές τιμές,
οι οποίες θα εκτοξευτούν όταν ανακοινώσει ο πρόεδρος ( όχι ο Γκόρτσος, αλλά ο
Μακρόν) ότι τα σύνορα ανοίγουν, εσύ να αγχώνεσαι ακόμη περισσότερο, να
αισθάνεσαι εξαντλημένος, ενώ η κούραση στο πρόγραμμά σου είναι κατά πενήντα τα
εκατό λιγότερη , από ότι προ-Κορονοβάιρους (Πώς λέμε πριν Π.Π. -βλ. Παγκόσμιος
Πόλεμος-, τώρα θα λέμε Προ-Κορονοβάιρους). Έτσι λοιπόν να καταλήγεις με έναν
ξαναζεσταμένο γαλλικό καφέ στο φούρνο μικροκυμάτων και ένα καλάθι με ψώνια , με
το βιβλίο του Κοέλο που σου υπόσχεται μία αξέχαστη και τρυφερή βραδινή
συντροφιά κάπου κρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ, στο πάτωμα της
κουζίνας και να παρακαλείς τον εαυτό σου να κλάψει μπας και ξεσπάσει ρε παιδί μου,
όπως στα παλιά ελληνικά σήριαλ που τόσο αγαπάμε! Οι διαδικασίες είναι απλές και
συνοπτικές: σηκώνεσαι, παίρνεις στο χέρι σου το σταθερό τηλέφωνο, τηλεφωνείς
στους δικούς σου και το άγχος σου αντί να μειώνεται, όλο και να αυξάνεται με
φίλους και γνωστούς να σε ενημερώνουν για όλα αυτά που ακούν στις ειδήσεις, να
σε ενημερώνουν για δηλώσεις της κυβέρνησης της χώρας σου ( οι οποίες δεν έγιναν
και ποτέ) κι εσύ να βλέπεις τη σχολή να σε χαιρετάει από μακριά ( είπα να γράψω
να σφυράει κλέφτικα, αλλά ας σεβαστούμε λίγο την γαλλική εκπαίδευση, για τα
μάτια του κόσμου) και το αεροπλάνο να πετάει για Κίνα μακριά, χωρίς εσένα ή
πολύ απλά να μένει στάσιμο για να το θαυμάζουμε πηγαίνοντας για καφέ στο
αεροδρόμιο – με μέτρα προφύλαξης βεβαίως-βεβαίως-. Κι ενώ εσύ ζητάς απεγνωσμένα
κάποιον να σε καθησυχάσει λέγοντάς σου πως όλα θα πάνε καλά, ότι όλες αυτές οι
σκέψεις, είναι απλά αποτέλεσμα κάποιας ψευδαίσθησης ή κάποιας λάθος
πραγματικότητας , αντίθετα να βρίσκεις ανθρώπους οι οποίοι από τη δική τους
πλευρά ζητούν τη δική σου στήριξη. Κι έτσι καταλήγεις να τρως ένα ξυλάκι μάτζικ
παγωτό ( ναι, γιατί το μάτζικ παγωτό υπάρχει μέχρι και στη Γαλλία ) πάνω στον
πάγκο της κουζίνας, κοιτώντας έξω από το παράθυρο το απέναντι ζευγάρι που
καπνίζει. Κι εκεί καταλαβαίνεις πως κάνεις άλλος και ποτέ δεν πρόκειται ούτε να
σε θαυμάσει, ούτε να σε αναγνωρίσει, ούτε να σε καθησυχάσει, ούτε να σε
αγαπήσει, αν δεν το κάνεις εσύ πρώτος για σένα. Κι εκεί καταλαβαίνεις πως όταν
ξυπνάς το πρωί με ένα άγχος ατέλειωτο και λόγια, σκηνές, εργασίες και μέιλ να
σε περιμένουν κανείς δε θα ‘ ναι εκεί για να σε καθησυχάσει και ίσως χρειαστεί
να το κάνεις μόνος σου. Ίσως ήρθε η ώρα να πεις στον εαυτό σου ότι η δική
σου στήριξη είναι πιο σημαντική από αυτή
του άλλου, πως το να εκτιμήσεις τις μέχρι τώρα επιλογές και την μέχρι εδώ
πορεία σου, δεν είναι αποτέλεσμα καμιάς συνταγής, καμιάς συμβουλής, κανενός
τηλεφωνήματος, παρά μόνο μια διακήρυξη από εσένα για εσένα. Γιατί όταν ψάχνουμε
κάτι από έξω να μας δυναμώσει, αποδυναμώνουμε περισσότερο το μέσα μας. Γιατί η
βοήθεια πρέπει να έρθει πρώτα από μέσα και μετά θα έρθει κι από έξω. Γιατί ήρθε
ίσως η στιγμή να έρθουμε στο κέντρο μας και να πάψουμε να ζητάμε άδεια από τους
γονείς, τους φίλους, τους γνωστούς, τους γκόμενους, τους γείτονες, τους
δασκάλους, τους κριτικούς μας (προπαντός). Και να πραγματοποιήσουμε επιτέλους
αυτό που ακούμε σε κάθε ψυχοθεραπευτική συνεδρία, αυτό του να γίνουμε ο πώς τον
λένε; Α ναι! Ο «Κύριος» του εαυτού μας. Και όπως λέει λοιπόν κι αυτή η
ψυχολόγος, ο τρόπος να θαυμάσουμε τον εαυτό μας είναι το να εμπιστευτούμε τον
εαυτό μας. Να πούμε «ξέρω πως μερικές φορές, είναι δύσκολο, αλλά σε πιστεύω και
σε εμπιστεύομαι». Να πιστέψουμε σαν λόγια αγίων τα όνειρά μας, τις επιθυμίες
μας, τα συναισθήματά μας, το πότε και γιατί τα αισθανόμαστε , να τα αγγίξουμε
και έπειτα να τα κλείσουμε στην παλάμη μας, να μας πούμε «παίρνω όλο το ρίσκο,
αλλά εμπιστεύομαι αυτά που μου λέει το μέσα μου, αυτά που βλέπω στον ύπνο μου
και πράττω για αυτά με τα οποία αισθάνομαι χαρούμενος». Κι ας νιώθουμε λίγο
μόνοι μας που και που. Αυτή η μοναξιά που μπορεί να αισθανθεί κάποιος
παίρνοντας αποφάσεις μόνος για τον εαυτό του, είναι μια μοναξιά δυνατή, ενώ
μπορούμε να αισθανθούμε πολύ πιο μόνοι μας με το να προσκολλούμαστε σε
ανθρώπους από το φόβο να αποφύγουμε την κάθε είδους μοναξιά.

“A silence so intense that it sounds like Niagara Falls in my ears. Alone, with a tremendous empty longing and dread. The whole room for my thoughts. Nothing but myself and what I think, what I fear. Could think the most fantastic thoughts, could dance, could spit, grimace, curse, wail – nobody would ever know, nobody would ever hear. The thought of such absolute privacy is enough to drive me mad. It’s like a clean birth. Everything cut away. Separate, naked, alone. Bliss and agony simultaneously. Time on your hands. Each second weighing on you like a mountain. You drown in it. Deserts, seas, lakes, oceans. Time beating away like a meat ax. Nothingness. The world. The me and the not-me. Oomaharumooma. Everything has to have a name. Everything has to be learned, tested, experienced. Faites comme chez vouz, cheri.”
ΑπάντησηΔιαγραφήHenry Miller, Tropic of Cancer